-
1 κάρα
Meaning: αιξ ἥμερος Πολυρρήνιοι ὑπὸ Γορτυνίων... ἄλλοι δε ἡ συκῆ. Ἴωνες τὰ πρόβατα, καὶ την κεφαλήν H.Origin: XX [etym. unknown]Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κάρα
См. также в других словарях:
ELEUSINIA — Inter omnia Graecorum sacra, tanta semper fuit Eleusiniorum religio, ut commune mysteriorum nomen illis veluti proprium ab Auctoribus tribuatur, ideoqueve de iis paulo fusius agendum. Eleusinia vero sic dicta sunt, ab Eleusi Atticae opp. cuius… … Hofmann J. Lexicon universale
Πήλιο — I Βουνό της ανατολικής Θεσσαλίας, που αρχίζει από το ακρωτήριο Δερματά και με νοτιοανατολική διεύθυνση απολήγει στο ακρωτήριο Τραχήλι, στον Παγασητικό κόλπο, σχηματίζοντας τη χερσόνησο της Μαγνησίας. Ψηλότερη κορυφή του είναι το Πλιασίδι (1.551 μ … Dictionary of Greek